- προσκέφαλον
- προσκέφᾰλ-ον, τό, = foreg., Cyran.25.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσκέφαλον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκέφαλα — προσκέφαλον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκεφαλωτικόν — τὸ, Α [προσκέφαλον] ειδικό στρατιωτικό σώμα … Dictionary of Greek